πυλωρός

πυλωρός
(Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν βαλβίδα, ρυθμίζει τη διάβαση των τροφών από το στομάχι στον δωδεκαδάκτυλο· το άνοιγμα του σφιγκτήρα φαίνεται ότι ρυθμίζεται από πολυάριθμους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η οξύτητα και η ωσμωτική πίεση του περιεχομένου του στομάχου, η κινητική δραστηριότητα του στομάχου και ο βαθμός πλήρωσης του δωδεκαδάκτυλου. Ως πυλωροσπασμός είναι γνωστή μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία εμφανίζεται σπασμός του πυλωρικού σφιγκτήρα, που συνήθως συνυπάρχει με υπερτροφία των μυϊκών ινών της περιοχής. Η πάθηση αυτή εμποδίζει τη δίοδο των τροφών στο δωδεκαδάκτυλο και εκδηλώνεται με εμέτους μετά το γεύμα· διακρίνεται μια μορφή της πάθησης των ενηλίκων και μια των νεογνών· η πρώτη εμφανίζεται πρωτοπαθώς σε νευροπαθητικά άτομα, ή μπορεί να είναι δευτεροπαθής κατόπιν στομαχικών ή γενικότερων παθήσεων· η αιτία του πυλωροσπασμού των νεογνών δεν είναι γνωστή.
* * *
ο, η, ΝΜΑ, και πυλαυρός και πυλαωρός και πυλαουρός και πυλευρός και πυλουρός, Α
1. φύλακας τής πύλης, θυρωρός («πυλωρὸς πύργων», Ευρ.)
2. (το αρσ.) κωνοειδής στένωση τού εντερικού σωλήνα τών περισσότερων σπονδυλωτών που οριοθετεί το τελικό τμήμα τού στομάχου και την αρχή τού λεπτού εντέρου
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. σύσφιγξη, βαλβίδα ή σφιγκτήρας που σημειώνει το όριο μεταξύ στομάχου και εντέρου στα σπονδυλόζωα
αρχ.
1. φύλακας, προστάτης
2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Οδυσσέως για την επινόηση τού Δούρειου Ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -ωρός / -ουρός (βλ. λ. ὁρῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυλωρός — gate keeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — ο 1. φύλακας της πύλης, θυρωρός. 2. το κατώτερο στόμιο του στομαχιού που εκβάλλει στο δωδεκαδάχτυλο έντερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυλωροί — πυλωρός gate keeper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρούς — πυλωρός gate keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρέ — πυλωρός gate keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρῷ — πυλωρός gate keeper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρόν — πυλωρός gate keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ …   Dictionary of Greek

  • Helicobacter pylori — Taxobox | name = Helicobacter pylori image width=190px regnum = Bacteria phylum = Proteobacteria classis = Epsilon Proteobacteria ordo = Campylobacterales familia = Helicobacteraceae genus = Helicobacter species = H. pylori binomial =… …   Wikipedia

  • Pylorus — Infobox Anatomy Name = PAGENAME Latin = valvula pylori GraySubject = 247 GrayPage = 1164 Caption = Outline of stomach, showing its anatomical landmarks. Caption2 = Interior of the stomach. (Pylorus labeled at center left.) System = MeshName =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”